κακοσύνη — η 1. το να είναι κάποιος κακός, κακότητα, κακία. 2. (για τον καιρό), κακοκαιρία, κακός καιρός: Με τέτοιο κρύο πώς να μην έχουμε κακοσύνη; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοσυνάτος — κακοσυνάτος, ον (Μ) κακός, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοσύνη + κατάλ. άτος] … Dictionary of Greek
κακοσυνεύω — και κακοσυνεύγω (Μ κακοσυνεύω) [κακοσύνη] 1. (κυρίως για τον καιρό) γίνομαι άσχημος, κακός, αγριεύω 2. γίνομαι κακός, κακιώνω («με τους κακούς κι εγώ κακοσυνεύγω», Ερωτόκρ.) 3. δυσαρεστούμαι («πολλά κακοσυνεύτηκεν εκείνην την ημέρα», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… … Dictionary of Greek